- περικυλίνδω
- περι-κυλίνδω, umwälzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περικυλινδώ — έω, Α κυλίω κάτι ολόγυρα, περιστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυλινδῶ «κυλώ»] … Dictionary of Greek
περικυλίνδησις — ήσεως, ἡ, Μ [περικυλινδώ] περιστροφή, περικύλισις* … Dictionary of Greek
περικυλίω — Α [κυλίω] 1. περικυλινδώ* 2. εμπλέκομαι, περιπλέκομαι, αναμιγνύομαι … Dictionary of Greek